- μανιχαϊστικός
- -ή, -όο συνδεδεμένος με το κίνημα των Μανιχαίων, αυτός που επηρεάζεται από δυαρχικές θεωρίες, ο δυαρχικός, ο διχασμένος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.